επιχειρητής

επιχειρητής
ἐπιχειρητής, ὁ (Α) [επιχειρώ]
1. τολμηρός, δραστήριος («oἱ μὲν ὀξεῑς οἱ δὲ βραδεῑς, καὶ οἱ μὲν ἐπιχειρηταὶ οἱ δὲ ἄτολμοι», Θουκ.)
2. έτοιμος να επιχειρήσει κάτι («ἐπιχειρητής παντός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχειρηταί — ἐπιχειρητής an enterprising person masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητῇ — ἐπιχειρητής an enterprising person masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητήν — ἐπιχειρητής an enterprising person masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρητάς — ἐπιχειρητά̱ς , ἐπιχειρητής an enterprising person masc acc pl ἐπιχειρητά̱ς , ἐπιχειρητής an enterprising person masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχειρητικός — ἐπιχειρητικός, ή, όν (Α) [επιχειρητής] 1. ο έτοιμος να επιχειρήσει κάτι, επιθετικός 2. αποδεικτικός («ἐπιχειρητική δύναμις») 3. αυτός που προσπαθεί να αποδείξει κάτι …   Dictionary of Greek

  • ἐπιχειρητέα — ἐπιχειρητέον one must attempt neut nom/voc/acc pl ἐπιχειρητέᾱ , ἐπιχειρητέον one must attempt fem nom/voc/acc dual ἐπιχειρητέᾱ , ἐπιχειρητέον one must attempt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἐπιχειρητέος one must attempt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”